φθονήσας

φθονήσας
φθονήσᾱς , φθονέω
bear ill-will
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φθονώ — φθονῶ, έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ. β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῑς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.) αρχ. 1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς ἄπαις οὖσ , εἰ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”